пода˫ати — ПОДА|˫АТИ (233), Ю, ѤТЬ гл. 1.Вручать; давать, подавать, подносить: гл҃а томѹ блаженыи… иди и носи ѥлико ти на трѣбѹ кънѧзю и сѹщиимъ съ нимь. и ѥще же и братии подаи ѿ нѥ||гоже пиють. се бо бл҃гословлѥниѥ б҃иѥ ѥсть. ЖФП XII, 54а–б; вижю ѥго… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
подавати — ПОДАВА|ТИ 1 (159), Ю, ѤТЬ гл. 1.Давать, подавать, подносить: ѹмирающю просѧштю при˫ати комъкани˫а. еп(с)пъ съ испытаниѥмь да подавають [в др. сп. подаваѥть] комъканиѥ. (μεταδιδότω τῆς προσφορᾶς) КЕ XII, 23б; причащениѧ же даръ достоинымъ подаваи … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ORATOR — pro Legato, apud Iurisconsultos in l. Iul. ff. de vi publ. Accursius Doctores Artium intelligit, qui a Graecis Rhetores vocantur, Ioh. Calvin. Lexic. Iurid. Apud Salvian. Ep. 8. Orator est, qui Deum orat seu precatur. Sic Ioh. de Garlandia in… … Hofmann J. Lexicon universale
PARENTES — a PARIENDO dicti, magno in honore ubique habiti sunt. Cum enim natura exiguam hominibus vitae periodum circumscripserit, eiusque usuram dederit, tamquam pecuniae, nullâ praestitutâ die, facile suis exhauriretur civitas civibus, nisi cives… … Hofmann J. Lexicon universale
ευσέβεια — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η μάρτυρας. Μαρτύρησε με τη Σωσάννα. Η μνήμη της τιμάται στις 7 Ιουνίου. 2. Η αποκαλούμενη και Ξένη. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Ιανουαρίου. * * * η (ΑΜ εὐσέβεια, Α και εὐσεβία και εὐσεβίη)… … Dictionary of Greek
κατανόηση — η (AM κατανόησις [κατανοώ] το να κατανοεί, το να αντιλαμβάνεται κάποιος κάτι πλήρως και σαφώς («ἡ αὑτοῡ κατανόησις» η ενόραση, Πλωτίν.) νεοελλ. 1. η σωστή αντίληψη 2. φρ. «έχω κατανόηση» ή «δείχνω κατανόηση» καταλαβαίνω και σέβομαι τα προβλήματα… … Dictionary of Greek
πλουσιόδωρος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ πλούσια δῶρα παρέχων, γενναιόδωρος». [ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + δωρος (< δῶρον), πρβλ. γενναιό δωρος] … Dictionary of Greek
σύζυξ — υγος, ό, ἡ, Α 1. (κυρίως για υποζύγια) ζευγμένος στον ίδιο ζυγό («πάντα πράγματα παρέχων τῷ σύζυγι [ἵππω]», Πλάτ.) 2. ενωμένος 3. πληθ. oἱ, aἱ σύζυγες άνδρας και γυναίκα ενωμένοι με τα δεσμά τού γάμου, το ανδρόγυνο, οι σύζυγοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν… … Dictionary of Greek
Στρύμη — I Αρχαιότατη αποικία των Θασίων στη Θράκη. Αποτελούσε προάστιο της Μεσημβρίας, από την οποία χωριζόταν με τον ποταμό Λίσο, ο οποίος στέρεψε όταν πέρασε από κει ο περσικός στρατός γιατί, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, «... ουκ αντέσχε το ύδωρ παρέχων… … Dictionary of Greek